κατηφόρα

κατηφόρα
η
η κατηφοριά.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κατηφόρα — η δρόμος με κλίση προς τα κάτω, κατηφοριά, κατήφορος. [ΕΤΥΜΟΛ. μεταπλασμένος τ. τού κατήφορος με επίδραση τού ὁδός] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”